ομοσθενής

ομοσθενής
ὁμοσθενής, -ές (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα-σθενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμοσθενῆ — ὁμοσθενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοσθενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοσθενής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσθενές — ὁμοσθενής masc/fem voc sg ὁμοσθενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσθενέεσσιν — ὁμοσθενής masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσθενέος — ὁμοσθενής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”